βογγητό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βογγητό | τα | βογγητά |
γενική | του | βογγητού | των | βογγητών |
αιτιατική | το | βογγητό | τα | βογγητά |
κλητική | βογγητό | βογγητά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαβογγητό αρσενικό
- άλλη μορφή του βογκητό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βογγητό
|