βογγώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βογγώ < μεσαιωνική ελληνική γογγῶ[1] < ελληνιστική κοινή γογγύζω < ((ηχομιμητική λέξη)[1])
Ρήμα
επεξεργασίαβογγώ[2]
- άλλη μορφή του βογκώ
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Μεταφράσεις
επεξεργασία βογγώ
|