Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βόγγος οι βόγγοι
      γενική του βόγγου των βόγγων
    αιτιατική τον βόγγο τους βόγγους
     κλητική βόγγε βόγγοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βόγγος < βογγ(ώ) + -ος (αναδρομικός σχηματισμός) < μεσαιωνική ελληνική γογγώ < ελληνιστική κοινή γογγύζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βόγγος αρσενικό

  • άλλη μορφή του βογκητό / βογγητό
    ※  Και γιομάτος μίσος, που το συντρόφιαζε μια καινούρια αναστάτωση του αιμάτου του και μία κόκκινη θωριά μπρος στα μάτια του, επλάγιασε σιμά στη γυναίκα του που εμαζευότουν όσο εμπόρειε στην άκρη της κι αποκοιμήθηκε ύπνον ανήσυχο, γιομάτον φοβερές κι αιματερές φαντασίες, μακηλιά ξεκοιλιάσματα, μάχες, ντουφέκια, μαχαίρια, και συχνά έβγαινε βόγγος από τα στήθια του και ανατιζότουν φοβισμένος.
    Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Κάιν, 1904

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία