ξεκοίλιασμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεκοίλιασμα < ξεκοιλιάζω + -μα < μεσαιωνική ελληνική ξεκοιλιάζω < ξε- + κοιλιά < αρχαία ελληνική κοιλία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξεκοίλιασμα ουδέτερο
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ξεκοιλιάζω
- ※ Και γιομάτος μίσος, που το συντρόφιαζε μια καινούρια αναστάτωση του αιμάτου του και μία κόκκινη θωριά μπρος στα μάτια του, επλάγιασε σιμά στη γυναίκα του που εμαζευότουν όσο εμπόρειε στην άκρη της κι αποκοιμήθηκε ύπνον ανήσυχο, γιομάτον φοβερές κι αιματερές φαντασίες, μακηλιά ξεκοιλιάσματα, μάχες, ντουφέκια, μαχαίρια, και συχνά έβγαινε βόγγος από τα στήθια του και ανατιζότουν φοβισμένος.
- Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Κάιν, 1904
- ※ Και γιομάτος μίσος, που το συντρόφιαζε μια καινούρια αναστάτωση του αιμάτου του και μία κόκκινη θωριά μπρος στα μάτια του, επλάγιασε σιμά στη γυναίκα του που εμαζευότουν όσο εμπόρειε στην άκρη της κι αποκοιμήθηκε ύπνον ανήσυχο, γιομάτον φοβερές κι αιματερές φαντασίες, μακηλιά ξεκοιλιάσματα, μάχες, ντουφέκια, μαχαίρια, και συχνά έβγαινε βόγγος από τα στήθια του και ανατιζότουν φοβισμένος.
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις ξεκοιλιάζω και κοιλιά
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξεκοίλιασμα