πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ρόχθος οι ρόχθοι
      γενική του ρόχθου των ρόχθων
    αιτιατική τον ρόχθο τους ρόχθους
     κλητική ρόχθε ρόχθοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ρόχθος αρσενικό

Μεταφράσεις

επεξεργασία