ρόχθος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ρόχθος | οι | ρόχθοι |
γενική | του | ρόχθου | των | ρόχθων |
αιτιατική | τον | ρόχθο | τους | ρόχθους |
κλητική | ρόχθε | ρόχθοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ρόχθος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ῥόχθος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ρόχθος αρσενικό
- (λόγιο) ο θορυβώδης ήχος των κυμάτων της θάλασσας ή καταρράκτη
- ※ 19ος/20ος αιώνας, ⌘ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Στὸ Χριστὸ στὸ Κάστρο, (1892) @papadiamantis.net, (Στό Χριστό, στό Κάστρο στη Βικιθήκη)
- Ἡ θάλασσα ἔφρισσεν ὑπὸ τὴν πνοὴν τοῦ βορρᾶ, καὶ ἠκούοντο τὰ κύματα πλήττοντα μετὰ ρόχθου τὴν ἀκτήν, εἰς ἣν μελαγχολικῶς ἀπήντα ὁ φλοῖσβος τοῦ ὕδατος περὶ τὴν πρῷραν τῆς μεγάλης καὶ δυνατῆς βάρκας.
- ※ 19ος/20ος αιώνας, ⌘ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ἡ Φαρμακολύτρια, (1900) @papadiamantis.net, (Ἡ Φαρμακολύτρια στη Βικιθήκη)
- Ἡ σελήνη δὲν εἶχεν ἀνατείλει ἀκόμη, ἐπειδὴ ἦτο δύο ἢ τρεῖς ἡμέρας μετὰ τὴν πανσέληνον. Μέσα εἰς τὸ ρέμα, βαθιὰ κάτω, ἀντήχει ὁ ρόχθος τοῦ χειμάρρου, τοῦ σχηματιζομένου ἀπὸ τὰς χιόνας τὰς λυομένας. Καὶ εἷς ὑψηλὸς μαῦρος βράχος ἵστατο ἀπέναντί μου, μυστηριώδης εἰς τὸ σκότος.
- ※ Το ρυθμικό τραγουδιστό πρόσταγμα με το ρόχθο των κουπιών του ξανασυννέφιασε την ψυχή. (Βασίλης Ρώτας Η κόρη με τα κόκκινα [διήγημα], 1928)
- ※ 19ος/20ος αιώνας, ⌘ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Στὸ Χριστὸ στὸ Κάστρο, (1892) @papadiamantis.net, (Στό Χριστό, στό Κάστρο στη Βικιθήκη)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- ρόχθος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ρόχθος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)