βογκώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βογκώ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γογγῶ → και δείτε τη λέξη βογκάω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /voŋˈɡo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βο‐γκώ
Ρήμα
επεξεργασίαβογκώ
- άλλη μορφή του βογκάω