Δείτε επίσης: ἡδονή
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ηδονή οι ηδονές
      γενική της ηδονής των ηδονών
    αιτιατική την ηδονή τις ηδονές
     κλητική ηδονή ηδονές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ηδονή θηλυκό

  1. η ιδιαίτερα έντονη απόλαυση των αισθήσεων κατά τη διάρκεια της ικανοποίησης ενστίκτων, κυρίως της γενετήσιας ορμής
  2. (γενικότερα) η έντονη ευχαρίστηση που αισθανόμαστε ψυχικά, διανοητικά ή ηθικά από την επετέλεση ορισμένεων ενεργειών

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία