Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

καταμηνύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταμηνύω
  2. θα καταμηνύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταμηνύω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

καταμηνύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του καταμήνυση