• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

porter

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Αγγλικά (en)
    • 1.1 Ουσιαστικό
  • 2 Γαλλικά (fr)
    • 2.1 Προφορά
    • 2.2 Ρήμα
      • 2.2.1 Συγγενικές λέξεις
  • 3 Καταλανικά (ca)
    • 3.1 Ουσιαστικό

Αγγλικά (en) Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

porter (en)

  1. αχθοφόρος, χαμάλης
  2. θυρωρός



Γαλλικά (fr) Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

porter (βοήθεια·αρχείο)

  ΡήμαΕπεξεργασία

porter (fr)

  1. φέρω, βαστάω, κρατώ
  2. φορώ
  3. αντέχω
  4. προξενώ
  5. παράγω

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • portable
  • portatif



Καταλανικά (ca) Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

porter (ca)

  • (αθλητισμός) τερματοφύλακας
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=porter&oldid=4075726"
Τελευταία επεξεργασία στις 29 Αυγούστου 2019, στις 16:24

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 29 Αυγούστου 2019, στις 16:24.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie