βαστάω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βαστάω < βαστ(ώ) + -άω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βαστῶ < αρχαία ελληνική βαστάζω με μεταπλασμό σε -ω με βάση το συνοπτικό θέμα βαστασ- (κατά το σχήμα πεινάω πεινασ- > πεινῶ)[1]
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαβαστάω/βαστώ, πρτ.: βαστούσα/βάσταγα, αόρ.: βάστηξα/βάσταξα, παθ.φωνή: βαστιέμαι, π.αόρ.: βαστάχτηκα/βαστήχτηκα, μτχ.π.π.: βασταγμένος/βαστηγμένος
- κρατώ, στηρίζω
- τον βάσταγε από το χέρι
- συγκρατώ
- τον βαστάγανε τρεις να μην ορμήξει στον αντίπαλό του
- αντέχω ψυχικά
- δε βάσταξε άλλο και ξέσπασε σε κλάματα
- διαρκώ, κρατάω
- ※ Πόσες μέρες, πόσες νύχτες βάσταξε η αρρώστια του Φραγκίσκου; (Νίκος Καζαντζάκης, Ο φτωχούλης του Θεού, 1954 [μυθιστόρημα])
Συνώνυμα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- αν του βαστάει : αν τολμάει
- βάστα καρδιά μου! : κάνε κουράγιο
- βαστάνε τα κότσια μου
- βαστάω την αναπνοή μου : κρατάω την αναπνοή μου
- βαστάω την κοιλιά μου από τα γέλια
- δε βαστάει η καρδιά μου : δεν αντέχω ψυχικά να κάνω κάτι
- δε με βαστάνε/βαστούν (τα πόδια μου) : δε με στηρίζουν πια, δεν έχουν πια δύναμη, είναι γερασμένα ή άρρωστα
- το βαστώ
- → και δείτε τη λέξη βαστιέμαι
Συγγενικά
επεξεργασία- αβασταγό, βασταγό
- αβάσταγος, αβάσταχτος
- βαστάζω & συγγενικά
- δυσβάστακτα
- δυσβάστακτος, δυσβάστακτος
- οπλοβαστός
Κλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ βαστάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας