οπλοβαστός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οπλοβαστός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
οπλοβαστός αρσενικό
- αντικείμενο με υποδοχές για την τοποθέτηση όπλων
Μεταφράσεις επεξεργασία
οπλοβαστός
|
οπλοβαστός αρσενικό
|