Ετυμολογία

επεξεργασία

βαστάζω

  1. σηκώνω κάτι (στους ώμους μου)
  2. (γενικότερα) βαστώ

Συγγενικά

επεξεργασία
Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  βαστάζω   βαστάζομαι 
Παρατατικός  ἐβάσταζον   ἐβασταζόμην 
Μέλλοντας  βαστάσω (μεταγενέστρο βαστάξω)    & βασταχθήσομαι 
Αόριστος  ἐβάστασα (μεταγενέστερο ἐβάσταξα)    & ἐβαστάχθην, ἐβαστάγην 
Παρακείμενος  βεβάσταγμαι 
Υπερσυντέλικος
Συντελ.Μέλλ.

Ετυμολογία

επεξεργασία