Δείτε επίσης: ὑποβαστάζω

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.po.vaˈsta.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υποβαστάζω

υποβαστάζω, αόρ.: υποβάσταξα, παθ.φωνή: υποβαστάζομαι, π.αόρ.: υποβαστάχτηκα/-χθηκα, μτχ.π.π.: υποβασταγμένος

  1. (κυριολεκτικά) στηρίζω κάτι, τοποθετώ στήριγμα
  2. (μεταφορικά) προσφέρω βοήθεια σε κάποιον, τον στηρίζω στη στάση και βάδισή του

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

λείπει η κλίση με διπλό αόριστο -χτηκα, -χθηκα

Μεταφράσεις

επεξεργασία