υποβαστάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υποβαστάζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑποβαστάζω < αρχαία ελληνική ὑπό (υπο-) + βαστάζω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.po.vaˈsta.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πο‐βα‐στά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαυποβαστάζω, αόρ.: υποβάσταξα, παθ.φωνή: υποβαστάζομαι, π.αόρ.: υποβαστάχτηκα/-χθηκα, μτχ.π.π.: υποβασταγμένος
- (κυριολεκτικά) στηρίζω κάτι, τοποθετώ στήριγμα
- (μεταφορικά) προσφέρω βοήθεια σε κάποιον, τον στηρίζω στη στάση και βάδισή του
Συγγενικά
επεξεργασία→ δείτε τις λέξεις υπό και βαστάζω
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υποβαστάζω | υποβάσταζα | θα υποβαστάζω | να υποβαστάζω | υποβαστάζοντας | |
β' ενικ. | υποβαστάζεις | υποβάσταζες | θα υποβαστάζεις | να υποβαστάζεις | υποβάσταζε | |
γ' ενικ. | υποβαστάζει | υποβάσταζε | θα υποβαστάζει | να υποβαστάζει | ||
α' πληθ. | υποβαστάζουμε | υποβαστάζαμε | θα υποβαστάζουμε | να υποβαστάζουμε | ||
β' πληθ. | υποβαστάζετε | υποβαστάζατε | θα υποβαστάζετε | να υποβαστάζετε | υποβαστάζετε | |
γ' πληθ. | υποβαστάζουν(ε) | υποβάσταζαν υποβαστάζαν(ε) |
θα υποβαστάζουν(ε) | να υποβαστάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υποβάσταξα | θα υποβαστάξω | να υποβαστάξω | υποβαστάξει | ||
β' ενικ. | υποβάσταξες | θα υποβαστάξεις | να υποβαστάξεις | υποβάσταξε | ||
γ' ενικ. | υποβάσταξε | θα υποβαστάξει | να υποβαστάξει | |||
α' πληθ. | υποβαστάξαμε | θα υποβαστάξουμε | να υποβαστάξουμε | |||
β' πληθ. | υποβαστάξατε | θα υποβαστάξετε | να υποβαστάξετε | υποβαστάξτε | ||
γ' πληθ. | υποβάσταξαν υποβαστάξαν(ε) |
θα υποβαστάξουν(ε) | να υποβαστάξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω υποβαστάξει | είχα υποβαστάξει | θα έχω υποβαστάξει | να έχω υποβαστάξει | ||
β' ενικ. | έχεις υποβαστάξει | είχες υποβαστάξει | θα έχεις υποβαστάξει | να έχεις υποβαστάξει | ||
γ' ενικ. | έχει υποβαστάξει | είχε υποβαστάξει | θα έχει υποβαστάξει | να έχει υποβαστάξει | ||
α' πληθ. | έχουμε υποβαστάξει | είχαμε υποβαστάξει | θα έχουμε υποβαστάξει | να έχουμε υποβαστάξει | ||
β' πληθ. | έχετε υποβαστάξει | είχατε υποβαστάξει | θα έχετε υποβαστάξει | να έχετε υποβαστάξει | ||
γ' πληθ. | έχουν υποβαστάξει | είχαν υποβαστάξει | θα έχουν υποβαστάξει | να έχουν υποβαστάξει |
|
→ λείπει η κλίση με διπλό αόριστο -χτηκα, -χθηκα
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υποβαστάζομαι | υποβασταζόμουν(α) | θα υποβαστάζομαι | να υποβαστάζομαι | ||
β' ενικ. | υποβαστάζεσαι | υποβασταζόσουν(α) | θα υποβαστάζεσαι | να υποβαστάζεσαι | ||
γ' ενικ. | υποβαστάζεται | υποβασταζόταν(ε) | θα υποβαστάζεται | να υποβαστάζεται | ||
α' πληθ. | υποβασταζόμαστε | υποβασταζόμαστε υποβασταζόμασταν |
θα υποβασταζόμαστε | να υποβασταζόμαστε | ||
β' πληθ. | υποβαστάζεστε | υποβασταζόσαστε υποβασταζόσασταν |
θα υποβαστάζεστε | να υποβαστάζεστε | (υποβαστάζεστε) | |
γ' πληθ. | υποβαστάζονται | υποβαστάζονταν υποβασταζόντουσαν |
θα υποβαστάζονται | να υποβαστάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υποβαστάχτηκα | θα υποβασταχτώ | να υποβασταχτώ | υποβασταχτεί | ||
β' ενικ. | υποβαστάχτηκες | θα υποβασταχτείς | να υποβασταχτείς | υποβαστάξου | ||
γ' ενικ. | υποβαστάχτηκε | θα υποβασταχτεί | να υποβασταχτεί | |||
α' πληθ. | υποβασταχτήκαμε | θα υποβασταχτούμε | να υποβασταχτούμε | |||
β' πληθ. | υποβασταχτήκατε | θα υποβασταχτείτε | να υποβασταχτείτε | υποβασταχτείτε | ||
γ' πληθ. | υποβαστάχτηκαν υποβασταχτήκαν(ε) |
θα υποβασταχτούν(ε) | να υποβασταχτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω υποβασταχτεί | είχα υποβασταχτεί | θα έχω υποβασταχτεί | να έχω υποβασταχτεί | υποβασταγμένος | |
β' ενικ. | έχεις υποβασταχτεί | είχες υποβασταχτεί | θα έχεις υποβασταχτεί | να έχεις υποβασταχτεί | ||
γ' ενικ. | έχει υποβασταχτεί | είχε υποβασταχτεί | θα έχει υποβασταχτεί | να έχει υποβασταχτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε υποβασταχτεί | είχαμε υποβασταχτεί | θα έχουμε υποβασταχτεί | να έχουμε υποβασταχτεί | ||
β' πληθ. | έχετε υποβασταχτεί | είχατε υποβασταχτεί | θα έχετε υποβασταχτεί | να έχετε υποβασταχτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν υποβασταχτεί | είχαν υποβασταχτεί | θα έχουν υποβασταχτεί | να έχουν υποβασταχτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι υποβασταγμένος - είμαστε, είστε, είναι υποβασταγμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν υποβασταγμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν υποβασταγμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι υποβασταγμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι υποβασταγμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι υποβασταγμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι υποβασταγμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- υποβαστάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- υποβαστάζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Όροι με υποβαστ- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)