βαστώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- βαστώ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βαστῶ → και δείτε τη λέξη βαστάω
Προφορά
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
βαστώ
- → δείτε τη λέξη βαστάω