Δείτε επίσης: βαστώ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βαστῶ < αρχαία ελληνική βαστάζω με μεταπλασμό σε -ῶ με βάση το συνοπτικό θέμα βαστασ.[1] Η λέξη από τον 10ο αιώνα[2] Η σημασία «αντέχω ψυχικά» από την ελληνιστική περίοδο.[3]

βαστῶ

  1. κρατάω, κουβαλάω, μεταφέρω
  2. υποβαστάζω
  3. φοράω
  4. (για γυναίκα) κυοφορώ
  5. διαρκώ
  6. διαθέτω, κατέχω
  7. (μεταφορικά) αισθάνομαι
  8. συγκατανεύω
  9. αντέχω ψυχικά, υπομένω
    δὲν τὸ βαστᾶ ἡ καρδιά μου
  10. κατάγομαι

Συνώνυμα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. βαστῶ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. σελ.67, Τόμος Γ΄ - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία.  Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. 
  3. λήμμα «βαστάζω κ. βαστώ» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.