βαστῶ
Ετυμολογία
επεξεργασία- βαστῶ < αρχαία ελληνική βαστάζω με μεταπλασμό σε -ῶ με βάση το συνοπτικό θέμα βαστασ.[1] Η λέξη από τον 10ο αιώνα[2] Η σημασία «αντέχω ψυχικά» από την ελληνιστική περίοδο.[3]
Ρήμα
επεξεργασίαβαστῶ
- κρατάω, κουβαλάω, μεταφέρω
- υποβαστάζω
- φοράω
- (για γυναίκα) κυοφορώ
- διαρκώ
- διαθέτω, κατέχω
- (μεταφορικά) αισθάνομαι
- συγκατανεύω
- αντέχω ψυχικά, υπομένω
- δὲν τὸ βαστᾶ ἡ καρδιά μου
- κατάγομαι
Συνώνυμα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- βαστῶ ἀβουκάτος : είμαι, διατελώ δικηγόρος
- βαστῶ καρπόν : είμαι σημαντικός (για ιστορικό γεγονός)
- βαστῶ τον λόγον κάποιου: μιλώ εκ μέρους κάποιου
Συγγενικά
επεξεργασία- ἀβάστακτος, ἀβάσταγος
- ἀναβαστῶ, ἀναβαστάω
- ἀντιβαστάζω
- βαρυβαστάκτης
- βάστα (ουδέτερο ουσιαστικό)
- βασταγάρης, βασταγάριος
- βασταγαρόπουλο
- βασταγή
- βαστάγιν, βαστάγι
- βάσταγμα, βάσταμα, βάσταμαν
- βασταγμένος
- βασταγμός
- βαστάζω
- βασταίνω, βαστάννω, βαστάνω
- βαστακτέος
- βαστακτής
- βαστακτικός
- βαστακτικῶς
- βαστακτός
- βαστακτῶς
- βασταροῦχος
- βαστάρω
- γλυκοβαστῶ
- διαβασταγή
- διαβαστάω
- δυσβάστακτος
- ἐκβαστάζω
- ἐπιβαστάζω
- ἐπιβαστάω
- καταβαστάζω
- κλινοβασταξία
- προσβαστάζω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ βαστῶ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ σελ.67, Τόμος Γ΄ - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ λήμμα «βαστάζω κ. βαστώ» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.