Ετυμολογία

επεξεργασία
κουβαλάω < κουβαλ(ώ) + -άω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουβαλῶ < ελληνιστική κοινή κοβαλεύω < αρχαία ελληνική κόβαλος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ku.vaˈla.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κου‐βα‐λά‐ω

κουβαλάω/κουβαλώ, πρτ.: κουβαλούσα/κουβάλαγα, αόρ.: κουβάλησα, παθ.φωνή: κουβαλιέμαι, π.αόρ.: κουβαλήθηκα, μτχ.π.π.: κουβαλημένος

  1. μεταφέρω κάτι σε άλλο μέρος
  2. έχω κάτι μαζί μου
  3. (οικείο) μετακομίζω
    ※  Η φιλία της Μυρτώς ήταν ευλογία και το κατάλαβα απ' τις πρώτες μέρες που κουβαλήσαμε στο σπίτι τους. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
  4. (μεταφορικά) μεταφέρω
  5. (μεταφορικά) αναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι ή να έρθει μαζί μου
  6. (μεταφορικά) πηγαίνω κάπου (που δεν με θέλουν ή δεν με έχουν προσκαλέσει)
  7. (διαδικτυακή αργκό, μεταφορικά) σε διαδικτυακό παιχνίδι σημειώνω επίδοση καλύτερη απ' αυτήν άλλου συμπαίκτη ή ακόμη και μιας ομάδας, ώστε φαίνεται ότι τον/την κουβαλάω στη πλάτη μου μέχρι νίκης, μοχθώντας γι' αυτόν/αυτήν

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία