κουβαλάω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κουβαλάω < κουβαλ(ώ) + -άω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουβαλῶ < ελληνιστική κοινή κοβαλεύω < αρχαία ελληνική κόβαλος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ku.vaˈla.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐βα‐λά‐ω
Ρήμα
επεξεργασίακουβαλάω/κουβαλώ, πρτ.: κουβαλούσα/κουβάλαγα, αόρ.: κουβάλησα, παθ.φωνή: κουβαλιέμαι, π.αόρ.: κουβαλήθηκα, μτχ.π.π.: κουβαλημένος
- μεταφέρω κάτι σε άλλο μέρος
- έχω κάτι μαζί μου
- (οικείο) μετακομίζω
- ※ Η φιλία της Μυρτώς ήταν ευλογία και το κατάλαβα απ' τις πρώτες μέρες που κουβαλήσαμε στο σπίτι τους. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
- (μεταφορικά) μεταφέρω
- (μεταφορικά) αναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι ή να έρθει μαζί μου
- (μεταφορικά) πηγαίνω κάπου (που δεν με θέλουν ή δεν με έχουν προσκαλέσει)
- (διαδικτυακή αργκό, μεταφορικά) σε διαδικτυακό παιχνίδι σημειώνω επίδοση καλύτερη απ' αυτήν άλλου συμπαίκτη ή ακόμη και μιας ομάδας, ώστε φαίνεται ότι τον/την κουβαλάω στη πλάτη μου μέχρι νίκης, μοχθώντας γι' αυτόν/αυτήν
Συγγενικά
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- κουβαλώ κάποιον πάνω μου / στην πλάτη μου: έχω αναλάβει να τον φροντίζω
- κουβαλώ νερό στον μύλο κάποιου: χωρίς να το θέλω με λόγια ή πράξεις υποστηρίζω κάποιον
- κουβαλώ νερό με το κόσκινο: βοηθάω κάποιον υπερβολικά ή τον υπηρετώ (λέγεται και ειρωνικά)
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κουβαλάω - κουβαλώ | κουβαλούσα - κουβάλαγα | θα κουβαλάω - κουβαλώ | να κουβαλάω - κουβαλώ | κουβαλώντας | |
β' ενικ. | κουβαλάς | κουβαλούσες - κουβάλαγες | θα κουβαλάς | να κουβαλάς | κουβάλα - κουβάλαγε | |
γ' ενικ. | κουβαλάει - κουβαλά | κουβαλούσε - κουβάλαγε | θα κουβαλάει - κουβαλά | να κουβαλάει - κουβαλά | ||
α' πληθ. | κουβαλάμε - κουβαλούμε | κουβαλούσαμε - κουβαλάγαμε | θα κουβαλάμε - κουβαλούμε | να κουβαλάμε - κουβαλούμε | ||
β' πληθ. | κουβαλάτε | κουβαλούσατε - κουβαλάγατε | θα κουβαλάτε | να κουβαλάτε | κουβαλάτε | |
γ' πληθ. | κουβαλάν(ε) - κουβαλούν(ε) | κουβαλούσαν(ε) - κουβάλαγαν - κουβαλάγανε | θα κουβαλάν(ε) - κουβαλούν(ε) | να κουβαλάν(ε) - κουβαλούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κουβάλησα | θα κουβαλήσω | να κουβαλήσω | κουβαλήσει | ||
β' ενικ. | κουβάλησες | θα κουβαλήσεις | να κουβαλήσεις | κουβάλα - κουβάλησε | ||
γ' ενικ. | κουβάλησε | θα κουβαλήσει | να κουβαλήσει | |||
α' πληθ. | κουβαλήσαμε | θα κουβαλήσουμε | να κουβαλήσουμε | |||
β' πληθ. | κουβαλήσατε | θα κουβαλήσετε | να κουβαλήσετε | κουβαλήστε | ||
γ' πληθ. | κουβάλησαν κουβαλήσαν(ε) |
θα κουβαλήσουν(ε) | να κουβαλήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κουβαλήσει | είχα κουβαλήσει | θα έχω κουβαλήσει | να έχω κουβαλήσει | ||
β' ενικ. | έχεις κουβαλήσει | είχες κουβαλήσει | θα έχεις κουβαλήσει | να έχεις κουβαλήσει | ||
γ' ενικ. | έχει κουβαλήσει | είχε κουβαλήσει | θα έχει κουβαλήσει | να έχει κουβαλήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κουβαλήσει | είχαμε κουβαλήσει | θα έχουμε κουβαλήσει | να έχουμε κουβαλήσει | ||
β' πληθ. | έχετε κουβαλήσει | είχατε κουβαλήσει | θα έχετε κουβαλήσει | να έχετε κουβαλήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κουβαλήσει | είχαν κουβαλήσει | θα έχουν κουβαλήσει | να έχουν κουβαλήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κουβαλιέμαι | κουβαλιόμουν(α) | θα κουβαλιέμαι | να κουβαλιέμαι | ||
β' ενικ. | κουβαλιέσαι | κουβαλιόσουν(α) | θα κουβαλιέσαι | να κουβαλιέσαι | ||
γ' ενικ. | κουβαλιέται | κουβαλιόταν(ε) | θα κουβαλιέται | να κουβαλιέται | ||
α' πληθ. | κουβαλιόμαστε | κουβαλιόμαστε κουβαλιόμασταν |
θα κουβαλιόμαστε | να κουβαλιόμαστε | ||
β' πληθ. | κουβαλιέστε | κουβαλιόσαστε κουβαλιόσασταν |
θα κουβαλιέστε | να κουβαλιέστε | κουβαλιέστε | |
γ' πληθ. | κουβαλιούνται | κουβαλιόνταν(ε) κουβαλιούνταν κουβαλιόντουσαν |
θα κουβαλιούνται | να κουβαλιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κουβαλήθηκα | θα κουβαληθώ | να κουβαληθώ | κουβαληθεί | ||
β' ενικ. | κουβαλήθηκες | θα κουβαληθείς | να κουβαληθείς | κουβαλήσου | ||
γ' ενικ. | κουβαλήθηκε | θα κουβαληθεί | να κουβαληθεί | |||
α' πληθ. | κουβαληθήκαμε | θα κουβαληθούμε | να κουβαληθούμε | |||
β' πληθ. | κουβαληθήκατε | θα κουβαληθείτε | να κουβαληθείτε | κουβαληθείτε | ||
γ' πληθ. | κουβαλήθηκαν κουβαληθήκαν(ε) |
θα κουβαληθούν(ε) | να κουβαληθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κουβαληθεί | είχα κουβαληθεί | θα έχω κουβαληθεί | να έχω κουβαληθεί | κουβαλημένος | |
β' ενικ. | έχεις κουβαληθεί | είχες κουβαληθεί | θα έχεις κουβαληθεί | να έχεις κουβαληθεί | ||
γ' ενικ. | έχει κουβαληθεί | είχε κουβαληθεί | θα έχει κουβαληθεί | να έχει κουβαληθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κουβαληθεί | είχαμε κουβαληθεί | θα έχουμε κουβαληθεί | να έχουμε κουβαληθεί | ||
β' πληθ. | έχετε κουβαληθεί | είχατε κουβαληθεί | θα έχετε κουβαληθεί | να έχετε κουβαληθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κουβαληθεί | είχαν κουβαληθεί | θα έχουν κουβαληθεί | να έχουν κουβαληθεί |