• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

κουβαλητής

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : κουβαλητός

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συγγενικά
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κουβαλητής οι κουβαλητές
      γενική του κουβαλητή των κουβαλητών
    αιτιατική τον κουβαλητή τους κουβαλητές
     κλητική κουβαλητή κουβαλητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
κουβαλητής < κουβαλώ + -τής

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ku.va.liˈtis/

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κουβαλητής αρσενικό

  1. αυτός που κουβαλάει
  2. (ειδικότερα) ο άνδρας που φέρνει διάφορα πράγματα σε μεγάλη ποσότητα, ποικιλία και αφθονία στο σπίτι του

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη κουβαλώ

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    κουβαλητής
  • αγγλικά : breadwinner (en)(2)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=κουβαλητής&oldid=5484951"
Τελευταία επεξεργασία στις 31 Ιανουαρίου 2022, στις 09:38

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 31 Ιανουαρίου 2022, στις 09:38.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας