Δείτε επίσης: κουβαλητής
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κουβαλητός η κουβαλητή το κουβαλητό
      γενική του κουβαλητού της κουβαλητής του κουβαλητού
    αιτιατική τον κουβαλητό την κουβαλητή το κουβαλητό
     κλητική κουβαλητέ κουβαλητή κουβαλητό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κουβαλητοί οι κουβαλητές τα κουβαλητά
      γενική των κουβαλητών των κουβαλητών των κουβαλητών
    αιτιατική τους κουβαλητούς τις κουβαλητές τα κουβαλητά
     κλητική κουβαλητοί κουβαλητές κουβαλητά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κουβαλητός < μεσαιωνική ελληνική κουβαλητός < κουβαλώ + -τός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ku.va.liˈtos/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κουβαλητός αρσενικό

  1. που τον κουβαλάνε
  2. που αναγκάζεται να πάει κάπου

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία