κουβαλιέμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακουβαλιέμαι
- παθητική φωνή του ρήματος κουβαλώ
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κουβαλιέμαι | κουβαλιόμουν(α) | θα κουβαλιέμαι | να κουβαλιέμαι | ||
β' ενικ. | κουβαλιέσαι | κουβαλιόσουν(α) | θα κουβαλιέσαι | να κουβαλιέσαι | ||
γ' ενικ. | κουβαλιέται | κουβαλιόταν(ε) | θα κουβαλιέται | να κουβαλιέται | ||
α' πληθ. | κουβαλιόμαστε | κουβαλιόμαστε κουβαλιόμασταν |
θα κουβαλιόμαστε | να κουβαλιόμαστε | ||
β' πληθ. | κουβαλιέστε | κουβαλιόσαστε κουβαλιόσασταν |
θα κουβαλιέστε | να κουβαλιέστε | κουβαλιέστε | |
γ' πληθ. | κουβαλιούνται | κουβαλιόνταν(ε) κουβαλιούνταν κουβαλιόντουσαν |
θα κουβαλιούνται | να κουβαλιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κουβαλήθηκα | θα κουβαληθώ | να κουβαληθώ | κουβαληθεί | ||
β' ενικ. | κουβαλήθηκες | θα κουβαληθείς | να κουβαληθείς | κουβαλήσου | ||
γ' ενικ. | κουβαλήθηκε | θα κουβαληθεί | να κουβαληθεί | |||
α' πληθ. | κουβαληθήκαμε | θα κουβαληθούμε | να κουβαληθούμε | |||
β' πληθ. | κουβαληθήκατε | θα κουβαληθείτε | να κουβαληθείτε | κουβαληθείτε | ||
γ' πληθ. | κουβαλήθηκαν κουβαληθήκαν(ε) |
θα κουβαληθούν(ε) | να κουβαληθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κουβαληθεί | είχα κουβαληθεί | θα έχω κουβαληθεί | να έχω κουβαληθεί | κουβαλημένος | |
β' ενικ. | έχεις κουβαληθεί | είχες κουβαληθεί | θα έχεις κουβαληθεί | να έχεις κουβαληθεί | ||
γ' ενικ. | έχει κουβαληθεί | είχε κουβαληθεί | θα έχει κουβαληθεί | να έχει κουβαληθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κουβαληθεί | είχαμε κουβαληθεί | θα έχουμε κουβαληθεί | να έχουμε κουβαληθεί | ||
β' πληθ. | έχετε κουβαληθεί | είχατε κουβαληθεί | θα έχετε κουβαληθεί | να έχετε κουβαληθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κουβαληθεί | είχαν κουβαληθεί | θα έχουν κουβαληθεί | να έχουν κουβαληθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία κουβαλιέμαι
|