Ετυμολογία

επεξεργασία

ειρωνικά < ειρωνικός < αρχαία ελληνική, εἰρωνικός "ανειλικρινής", κατά την εξέλιξη της σημασίας της λέξης ειρωνεία < αρχαία ελληνική, εἰρωνικῶς "κοροϊδευτικά"

  Επίρρημα

επεξεργασία

ειρωνικά

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

ειρωνικά