ειρωνεία
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ειρωνεία | οι | ειρωνείες |
γενική | της | ειρωνείας | των | ειρωνειών |
αιτιατική | την | ειρωνεία | τις | ειρωνείες |
κλητική | ειρωνεία | ειρωνείες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ειρωνεία < αρχαία ελληνική εἰρωνεία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ειρωνεία θηλυκό
- λόγος που χαρακτηρίζεται από δηκτική διάθεση και συνήθως λέει το αντίθετο από αυτό που εννοεί
- (στο έπος και την τραγωδία) η κατάσταση κατά την οποία ο ήρωας αγνοεί ουσιώδη ζητήματα που τον ενδιαφέρουν ή έχει εσφαλμένη αντίληψη γι' αυτά, ενώ ο αναγνώστης ή ο θεατής γνωρίζει την αλήθεια
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη είρων