Δείτε επίσης: είρων
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική / εἴρων οἱ/αἱ εἴρωνες
      γενική τοῦ/τῆς εἴρωνος τῶν εἰρώνων
      δοτική τῷ/τῇ εἴρων τοῖς/ταῖς εἴρωσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν εἴρων τοὺς/τὰς εἴρωνᾰς
     κλητική ! εἴρων εἴρωνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  εἴρωνε
γεν-δοτ τοῖν  εἰρώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κώδων' όπως «κώδων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εἴρων < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εἴρων, -ωνος αρσενικό ή θηλυκό και ως επίθετο

  • που αποκρύπτει τις σκέψεις του, ο υποκριτής, που λέει λιγότερα απ’ όσα σκέφτεται ή το ακριβώς αντίθετο από αυτό που σκέφτεται επιτηδευμένα.

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
 ετυμολογικό πεδίο 
εἰρων-