Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποκρύπτω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ἀποκρύπτω
Πίνακας περιεχομένων
1
Ελληνικά (el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικές λέξεις
1.2.2
Μεταφράσεις
Ελληνικά (el)
Επεξεργασία
Ετυμολογία
Επεξεργασία
αποκρύπτω
<
αρχαία ελληνική
ἀποκρύπτω
Ρήμα
Επεξεργασία
αποκρύπτω
κρύβω
κάτι, δεν το ανακοινώνω, κρατάω κάτι κρυφό ή μυστικό
Συγγενικές λέξεις
Επεξεργασία
απόκρυψη
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
αποκρύπτω
αγγλικά
:
conceal
(en)
•
(συγ)καλύπτω κάτι αρνητικό μη αναφέροντάς το
:
gloss over
(en)
γαλλικά
:
occulter
(fr)
camoufler
(fr)
,
taire
(fr)