Δείτε επίσης: ἀποκρύπτω, υποκρύπτω

Ετυμολογία

επεξεργασία

αποκρύπτω, αόρ.: απέκρυψα/(απόκρυψα), παθ.φωνή: αποκρύπτομαι, π.αόρ.: αποκρύφτηκα/αποκρύφθηκα, μτχ.π.π.: αποκρυμμένος

  • κρύβω κάτι, δεν το ανακοινώνω, κρατάω κάτι κρυφό ή μυστικό

Αντώνυμα

επεξεργασία

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία