conceal
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | conceal |
γ΄ ενικό ενεστώτα | conceals |
αόριστος | concealed |
παθητική μετοχή | concealed |
ενεργητική μετοχή | concealing |
Ρήμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- conceal - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 482. ISBN 9780194325684., λήμμα: κρύβω