Ετυμολογία

επεξεργασία
whitewash < white + wash

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

whitewash (en)

  1. (μη μετρήσιμο) ο ασβέστης, το ασβεστόνερο
  2. (μη μετρήσιμο, ενικός, κακόσημο) ο εξωραϊσμός, το κουκούλωμα
    ⮡  They were so-called liberal measures which had as their sole objective a whitewash of the dictatorial regime.
    Ήταν μέτρα δήθεν φιλελεύθερα που είχαν ως μοναδικό στόχο τον εξωραϊσμό του δικτατορικού καθεστώτος.
ενεστώτας whitewash
γ΄ ενικό ενεστώτα whitewashes
αόριστος whitewashed
παθητική μετοχή whitewashed
ενεργητική μετοχή whitewashing

whitewash (en)

  1. ασβεστώνω, καλύπτω κάτι όπως έναν τοίχο με ασβέστη
  2. (κακόσημο) εξωραΐζω, αποκρύπτω, κουκουλώνω, προσπαθώ να κρύψω δυσάρεστα γεγονότα για κάποιον ή κάτι· προσπαθώ να κάνω κάτι να φαίνεται καλύτερο από ότι είναι
    ⮡  He tried to whitewash his faults.
    Προσπάθησε να εξωραΐσει τα ελαττώματά του.
    ⮡  She whitewashed her true intentions.
    Απέκρυψε τις πραγματικές της προθέσεις.
    ⮡  Don’t try to whitewash it.
    Μην προσπαθείς να τα κουκουλώσεις.
     συνώνυμα: embellish, → και δείτε τη λέξη conceal