Ετυμολογία

επεξεργασία
κουκουλώνω < κουκούλα + -ώνω

κουκουλώνω (παθητική φωνή :κουκουλώνομαι)

  1. (κυριολεκτικά) καλύπτω κάτι με κουκούλα
  2. σκεπάζω ολοκληρωτικά κάποιον ή κάτι
     συνώνυμα: μπαμπουλώνω
  3. (μεταφορικά) συγκαλύπτω μια υπόθεση, ενεργώ ώστε να μην έρθουν στη δημοσιότητα στοιχεία επιβαρυντικά για τους υπεύθυνους
  4. (μεταφορικά) καταφέρνω με επιτήδειο τρόπο και παντρεύω κάποιον ή (αν πρόκειται για γυναίκα) παντρεύομαι με κάποιον
    τα κατάφερε αυτή και τον κουκούλωσε
     συνώνυμα: τυλίγω

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία