Ετυμολογία

επεξεργασία
μπαμπουλώνω < λείπει η ετυμολογία

μπαμπουλώνω

  1. τυλίγω γύρω από το κεφάλι μαντίλα ή κασκόλ και το καλύπτω
  2. καλύπτω, κουκουλώνω κάποιον με ζεστά ρούχα (χρησιμοποιείται κυρίως για να δηλώσει υπερβολή)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία