Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπαμπουλώνω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

μπαμπουλώνω

  1. τυλίγω γύρω από το κεφάλι μαντίλα ή κασκόλ και το καλύπτω
  2. καλύπτω, κουκουλώνω κάποιον με ζεστά ρούχα (χρησιμοποιείται κυρίως για να δηλώσει υπερβολή)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία