κασκόλ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κασκόλ < (λόγιο δάνειο) γαλλική cache-col[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
κασκόλ ουδέτερο άκλιτο
- μακρόστενο κομμάτι από ύφασμα που φοριέται τυλιγμένο γύρω από το λαιμό
- ※ Καπέλα και μανσόν, κασκόλ και κουμπιά μέχρι επάνω κουμπωμένα, στα γόνατα κουβέρτα , φροντίζανε να τους κρατούν ζεστούς απ' το βοριά που ερχόταν από μακριά κουβαλώντας πρώιμα τον βαρύ χειμώνα (Νίκος Θέμελης, Η ανατροπή, εκδ. Κέδρος, 2008, σελ. 312)
Μεταφράσεις επεξεργασία
κασκόλ
- ↑ κασκόλ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας