μανσόν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μανσόν < (άμεσο δάνειο) γαλλική manchon < manche + -on (μανίκι)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμανσόν ουδέτερο άκλιτο
- (ενδυμασία, παρωχημένο) κάλυμμα των χεριών κατά το χειμώνα για να κρατά ζεστά, με μορφή κενού κυλίνδρου
- ※ Καπέλα και μανσόν, κασκόλ και κουμπιά μέχρι επάνω κουμπωμένα, στα γόνατα κουβέρτα , φροντίζανε να τους κρατούν ζεστούς απ' το βοριά που ερχόταν από μακριά κουβαλώντας πρώιμα τον βαρύ χειμώνα (Νίκος Θέμελης, Η ανατροπή, εκδ. Κέδρος, 2008, σελ. 312)
- ※ Η κασμιρένια εσάρπα της, που η άκρη της άγγιζε το έδαφος, άφηνε να φαίνονται από τα πλάγια τα μεγάλα βολάν ενός μεταξωτού φορέματος και το χοντρό μανσόν που έκρυβε τα χέρια της και που το ακουμπούσε στο στήθος της ήταν τυλιγμένο μέσα σε τόσο επιδέξια τακτοποιημένες πτυχές, που το μάτι, όσο απαιτητικό κι αν ήταν, δεν έβρισκε κανένα σφάλμα στο περίγραμμά του (Αλέξανδρος Δουμάς (υιός), H κυρία με τις καμέλιες, Εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 21, 2011 [1])
- ※ Στην Αθήνα όμως είχαν αλλάξει οι σχετικές ορολογίες, κι είχαν δοθεί αντίστοιχα ελληνικά ονόματα. Το βελούδο π.χ. λεγόταν «επίχνοον», το καπελίνο «καλυμμάτιον», οι γιρλάντες «ανάδεσμοι», το μανσόν το έλεγαν «θαλψιχείριον», την τσόχα «χλανίδα», το μεσοφόρι ήταν το «υποφόριον», το κορσάζ λεγόταν «ανωκόρμιον», το μπονέ το έλεγαν «ακροκεφαλίδα», το μπουφάν «φουσκώδες» κι άλλα πολλά. (Γιάννης Καιροφύλας, Η επανάσταση των γυναικών στην Αθήνα της Μπελ Επόκ, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2014 ([2])