Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
Γυναίκα με τα χέρια της σε μανσόν, περίπου 1915

  Ετυμολογία επεξεργασία

μανσόν < (άμεσο δάνειο) γαλλική manchon < manche + -on (μανίκι)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μανσόν ουδέτερο άκλιτο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία