↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μεσοφόρι τα μεσοφόρια
      γενική του μεσοφοριού των μεσοφοριών
    αιτιατική το μεσοφόρι τα μεσοφόρια
     κλητική μεσοφόρι μεσοφόρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ένα ροζ μεσοφόρι

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μεσοφόρι < μεσο- + φορ(ώ) + [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /me.soˈfo.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐σο‐φό‐ρι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μεσοφόρι ουδέτερο

  1. (ενδυμασία) κοντό γυναικείο ρούχο που φοριέται κάτω από τη φούστα, μεσοφούστανο, κομπινεζόν
  2. (μεταφορικά) για γυναίκαι που επηρεάζει πολύ κάποιον
    ⮡  Είναι κολλημένος στο μεσοφόρι' της, δεν κάνει τίποτα αν δεν το θελήσει εκείνη.

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία