μεσοφόρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μεσοφόρι | τα | μεσοφόρια |
γενική | του | μεσοφοριού | των | μεσοφοριών |
αιτιατική | το | μεσοφόρι | τα | μεσοφόρια |
κλητική | μεσοφόρι | μεσοφόρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /me.soˈfo.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐σο‐φό‐ρι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεσοφόρι ουδέτερο
- (ενδυμασία) κοντό γυναικείο ρούχο που φοριέται κάτω από τη φούστα, μεσοφούστανο, κομπινεζόν
- (μεταφορικά) για γυναίκαι που επηρεάζει πολύ κάποιον
- ⮡ Είναι κολλημένος στο μεσοφόρι' της, δεν κάνει τίποτα αν δεν το θελήσει εκείνη.
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μεσοφόρι
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ μεσοφόρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας