καπελίνο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καπελίνο | τα | καπελίνα |
γενική | του | καπελίνου | των | καπελίνων |
αιτιατική | το | καπελίνο | τα | καπελίνα |
κλητική | καπελίνο | καπελίνα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καπελίνο < ιταλική cappellino < cappello < υστερολατινική cappellus, υποκοριστικό τής λατινική ς cappa < capitulare < capitulum < caput < πρωτοϊταλική *kaput < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kauput- / *káput (κεφάλι)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαπελίνο ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία καπελίνο
|