cappello
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- cappello < υστερολατινική cappellus, υποκοριστικό τής λατινική ς cappa < caput < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kauput- / *káput (κεφάλι)
Ουσιαστικό επεξεργασία
cappello (it)
Πηγές επεξεργασία
- cappello - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).