cappa
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
cappa (it) θηλυκό (πληθυντικός: cappe)
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- cappa < caput < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kauput- / *káput (κεφάλι)
Ουσιαστικό επεξεργασία
cappa
Παράγωγα επεξεργασία
- cappellus (υποκοριστικό)
Πηγές επεξεργασία
- cappa - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.