Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σκούφος οι σκούφοι
      γενική του σκούφου των σκούφων
    αιτιατική τον σκούφο τους σκούφους
     κλητική σκούφε σκούφοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
γυναίκα με μάλλινο σκούφο στο κεφάλι

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκούφος < σκουφ(ί) + -ος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈsku.fos/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκούφος αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία