Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kas.kɛt/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
casquette casquettes

casquette (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία