• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

κασκέτο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
    • 1.4 Άλλες μορφές
      • 1.4.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κασκέτο τα κασκέτα
      γενική του κασκέτου των κασκέτων
    αιτιατική το κασκέτο τα κασκέτα
     κλητική κασκέτο κασκέτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
γυναίκα με κασκέτο

Ετυμολογία

επεξεργασία
κασκέτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική caschetto, υποκοριστικό του casco με επίθημα -etto < ισπανική casco < cascar < λατινική quasso < quatio< πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kʷeh₁t- (κουνώ)

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kaˈsce.to/

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κασκέτο ουδέτερο

  • (ενδυμασία) είδος καπέλου με γείσο

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • κασκέττο (κατά την ιταλική ορθογραφία)

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    κασκέτο
  • γαλλικά : casquette (fr)
  • γερμανικά : Schirmmütze (de), Kappe (de)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=κασκέτο&oldid=7005452"
Τελευταία επεξεργασία στις 12 Ιανουαρίου 2025, στις 21:52

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 12 Ιανουαρίου 2025, στις 21:52.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας