Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τραγιάσκα οι τραγιάσκες
      γενική της τραγιάσκας των (τραγιασκών)
    αιτιατική την τραγιάσκα τις τραγιάσκες
     κλητική τραγιάσκα τραγιάσκες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
άνδρας με τραγιάσκα

  Ετυμολογία επεξεργασία

τραγιάσκα < ρουμανική trăiască (ζήτω) < trăi (ζω, υπάρχω, μένω) < trajati < πρωτοσλαβική *trajati < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *terh₂- ((δια)περνώ)[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τραγιάσκα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Από την ζητωκραυγή «trăiască România» και «ζήτω η Ελλάς», που ακουγόταν στις αρχές του 20ού αιώνα κατά την επίσκεψη 250-300 Ρουμάνων φοιτητών, «με επικεφαλής τον καθηγητή Τοτσυλέσκου. Η υποδοχή όπου κι αν πήγαν, Αθήνα και επαρχία, ήταν ενθουσιώδης και έτσι άρχισε να ακούγεται πολύ, μα πάρα πολύ, η ζητωκραυγή τραγιάσκα Ρουμανία». (*)