ζήτω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ζήτω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ζήτω[1]
Επιφώνημα
επεξεργασίαζήτω
Σύνθετα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ζήτω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ζήτω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασία- ζήτω < σημασιολογικό δάνειο από την εβραϊκή יחי (y'khí) (πρώτη γραπτή εμφάνιση της επιφωνηματικής έννοιας απαντά στη μετάφραση των εβδομήκοντα) < חי (kháy: ζω)
Επιφώνημα
επεξεργασίαζήτω
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- ζήτω: κλιτικός τύπος
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαζήτω
- γ’ ενικό πρόσωπο προστακτικής ενεστώτα ενεργητικής φωνής του ρήματος ζήω / ζῶ