ζητωκραυγάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ζητωκραυγάζω < ζητωκραυγ(ή) + -άζω < ζήτω + κραυγή
- Η λέξη μαρτυρείται από το 1870
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /zi.to.kɾaˈvɣa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζη‐τω‐κραυ‐γά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαζητωκραυγάζω, αόρ.: ζητωκραύγασα (χωρίς παθητική φωνή)
- (αμετάβατο) επευφημώ με ενουσιασμό φωνάζοντας "ζήτω!"
- (μεταβατικό) εκφράζω θαυμασμό και επιδοκιμασία για κάποιον φωνάζοντας "ζήτω!"
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ζητωκραυγάζω | ζητωκραύγαζα | θα ζητωκραυγάζω | να ζητωκραυγάζω | ζητωκραυγάζοντας | |
β' ενικ. | ζητωκραυγάζεις | ζητωκραύγαζες | θα ζητωκραυγάζεις | να ζητωκραυγάζεις | ζητωκραύγαζε | |
γ' ενικ. | ζητωκραυγάζει | ζητωκραύγαζε | θα ζητωκραυγάζει | να ζητωκραυγάζει | ||
α' πληθ. | ζητωκραυγάζουμε | ζητωκραυγάζαμε | θα ζητωκραυγάζουμε | να ζητωκραυγάζουμε | ||
β' πληθ. | ζητωκραυγάζετε | ζητωκραυγάζατε | θα ζητωκραυγάζετε | να ζητωκραυγάζετε | ζητωκραυγάζετε | |
γ' πληθ. | ζητωκραυγάζουν(ε) | ζητωκραύγαζαν ζητωκραυγάζαν(ε) |
θα ζητωκραυγάζουν(ε) | να ζητωκραυγάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ζητωκραύγασα | θα ζητωκραυγάσω | να ζητωκραυγάσω | ζητωκραυγάσει | ||
β' ενικ. | ζητωκραύγασες | θα ζητωκραυγάσεις | να ζητωκραυγάσεις | ζητωκραύγασε | ||
γ' ενικ. | ζητωκραύγασε | θα ζητωκραυγάσει | να ζητωκραυγάσει | |||
α' πληθ. | ζητωκραυγάσαμε | θα ζητωκραυγάσουμε | να ζητωκραυγάσουμε | |||
β' πληθ. | ζητωκραυγάσατε | θα ζητωκραυγάσετε | να ζητωκραυγάσετε | ζητωκραυγάστε | ||
γ' πληθ. | ζητωκραύγασαν ζητωκραυγάσαν(ε) |
θα ζητωκραυγάσουν(ε) | να ζητωκραυγάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ζητωκραυγάσει | είχα ζητωκραυγάσει | θα έχω ζητωκραυγάσει | να έχω ζητωκραυγάσει | ||
β' ενικ. | έχεις ζητωκραυγάσει | είχες ζητωκραυγάσει | θα έχεις ζητωκραυγάσει | να έχεις ζητωκραυγάσει | ||
γ' ενικ. | έχει ζητωκραυγάσει | είχε ζητωκραυγάσει | θα έχει ζητωκραυγάσει | να έχει ζητωκραυγάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ζητωκραυγάσει | είχαμε ζητωκραυγάσει | θα έχουμε ζητωκραυγάσει | να έχουμε ζητωκραυγάσει | ||
β' πληθ. | έχετε ζητωκραυγάσει | είχατε ζητωκραυγάσει | θα έχετε ζητωκραυγάσει | να έχετε ζητωκραυγάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ζητωκραυγάσει | είχαν ζητωκραυγάσει | θα έχουν ζητωκραυγάσει | να έχουν ζητωκραυγάσει |
|