πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κραυγή οι κραυγές
      γενική της κραυγής των κραυγών
    αιτιατική την κραυγή τις κραυγές
     κλητική κραυγή κραυγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κραυγή θηλυκό

  1. πολύ δυνατή άναρθρη φωνή, συχνά λόγω έντονων συναισθημάτων
    κραυγή τρόμου - κραυγή πόνου
  2. φωνή ορισμένων ζώων

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κραυγή αἱ κραυγαί
      γενική τῆς κραυγῆς τῶν κραυγῶν
      δοτική τῇ κραυγ ταῖς κραυγαῖς
    αιτιατική τὴν κραυγήν τὰς κραυγᾱ́ς
     κλητική ! κραυγή κραυγαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κραυγᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  κραυγαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ζητούμενο λήμμα