↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ουρλιαχτό τα ουρλιαχτά
      γενική του ουρλιαχτού των ουρλιαχτών
    αιτιατική το ουρλιαχτό τα ουρλιαχτά
     κλητική ουρλιαχτό ουρλιαχτά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ουρλιαχτό < ουρλιάζω, θέμα ουρλιακ- + -τό, ουδέτερο του -τός με ανομοίωση τρόπου άρθρωσης [kt] > [xt] [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /uɾ.ʎaxˈto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ουρ‐λια‐χτό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ουρλιαχτό ουδέτερο

  1. η άγρια και μακρόσυρτη κραυγή από ζώο ή άνθρωπο
  2. η στριγκλιά
  3. η βοή του ανέμου που μοιάζει με κραυγή

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία