ουρλιαχτό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ουρλιαχτό < ουρλιάζω, θέμα ουρλιακ- + -τό, ουδέτερο του -τός με ανομοίωση τρόπου άρθρωσης [kt] > [xt] [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /uɾ.ʎaxˈto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ουρ‐λια‐χτό
Ουσιαστικό επεξεργασία
ουρλιαχτό ουδέτερο
Άλλες μορφές επεξεργασία
επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
επεξεργασία
- ↑ ουρλιαχτό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.