Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ουρλιαχτό τα ουρλιαχτά
      γενική του ουρλιαχτού των ουρλιαχτών
    αιτιατική το ουρλιαχτό τα ουρλιαχτά
     κλητική ουρλιαχτό ουρλιαχτά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ουρλιαχτό < ουρλιάζω, θέμα ουρλιακ- + -τό, ουδέτερο του -τός με ανομοίωση τρόπου άρθρωσης [kt] > [xt] [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /uɾ.ʎaxˈto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ουρ‐λια‐χτό

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ουρλιαχτό ουδέτερο

  1. η άγρια και μακρόσυρτη κραυγή από ζώο ή άνθρωπο
  2. η στριγκλιά
  3. η βοή του ανέμου που μοιάζει με κραυγή

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία