hurlement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- hurlement < uslement < usler > hurler
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ʔuʁ.lə.mɑ̃/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
hurlement | hurlements |
hurlement (fr) αρσενικό
- το ουρλιαχτό
- το τσιριχτό
- (μεταφορικά) το βουητό