hurleur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- hurleur < hurler
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | hurleur | hurleurs |
θηλυκό | hurleuse | hurleuses |
hurleur (fr)
- που ουρλιάζει
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
hurleur | hurleurs |
hurleur (fr)
- είδος πιθήκου