ουρλιάζω
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ουρλιάζω < μεσαιωνική ελληνική οὐριάζω < αρχαία ελληνική ὠρύομαι
- ουρλιάζω < ιταλική urlare
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
ουρλιάζω
- (για ζώα) βγάζω μακρόσυρτη, δυνατή κραυγή
- φωνάζω δυνατά σαν ζώο
- (μεταφορικά) παράγω ήχο που θυμίζει κραυγή