Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ωρύομαι < αρχαία ελληνική ὠρύομαι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /oˈɾi.o.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ω‐ρύ‐ο‐μαι

  Ρήμα επεξεργασία

ωρύομαι

  • βγάζω άγρια και δυνατή φωνή από αγανάκτηση, οργή, θυμό κ.λπ.
    μισή ώρα ωρυόταν για τα λάθη του

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. ωρύομαι ωρυόμουν(α) θα ωρύομαι να ωρύομαι
β' ενικ. ωρύεσαι ωρυόσουν(α) θα ωρύεσαι να ωρύεσαι ωρύου
γ' ενικ. ωρύεται ωρυόταν(ε) θα ωρύεται να ωρύεται
α' πληθ. ωρυόμαστε ωρυόμαστε
ωρυόμασταν
θα ωρυόμαστε να ωρυόμαστε
β' πληθ. ωρύεστε ωρυόσαστε
ωρυόσασταν
θα ωρύεστε να ωρύεστε ωρύεστε
γ' πληθ. ωρύονται ωρύονταν
ωρυόντουσαν
θα ωρύονται να ωρύονται

  Μεταφράσεις επεξεργασία