ωρυγή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ωρυγή | οι | ωρυγές |
γενική | της | ωρυγής | των | ωρυγών |
αιτιατική | την | ωρυγή | τις | ωρυγές |
κλητική | ωρυγή | ωρυγές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ωρυγή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὠρυγή < ὠρύομαι
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /o.ɾiˈʝi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ω‐ρυ‐γή
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ωρυγή θηλυκό
- δυνατή κραυγή, ουρλιαχτό
- ※ Σκοτάδι τόσο εκεί μπορεί να μην υπάρχει, θεέ μου, / στη νύχτα, στην απόγνωση των τόπων, / στο φοβερό στερέωμα, στην ωρυγή του ανέμου, / στὰ βλέμματα, στὰ λόγια τῶν ἀνθρώπων.(Κώστας Καρυωτάκης, Θέλω να φύγω πια από δώ)