Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βουίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βοΐζω[1] < αρχαία ελληνική βοάω/βοῶ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vuˈi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βου‐ί‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

βουίζω, αόρ.: βούιξα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. παράγω έναν χαρακτηριστικό και ενοχλητικό θόρυβο (βουητό ή βόμβο)
    ※  Καὶ ἤτανε μεγάλη σιωπή, καὶ δὲν ἄκουες νὰ βουίζει μήτε μιὰ μύγα ἀπὸ τόσο πλῆθος. (Διονύσιος Σολωμός, Ἡ Γυναίκα τῆς Ζάκυθος, 1829)
  2. αντηχώ από κάποιο θόρυβο
    ※  Kάτω στ' αμπέλι, // μέσα στις αγριάδες, μια κυψέλη // βουίζει από τις σφήκες. (Αλέξανδρος Μάτσας, Το σπίτι, 1942, από τα Ποιήματα, 1995)
  3. αισθάνομαι έναν χαρακτηριστικό και ενοχλητικό βόμβο
    ※  Βουίζουν τ' αυτιά μου από την αγωνία και την κούραση. (Βασίλης Αποστολόπουλος, Επί ξυρού ακμής: Ένας «κομμένος» αντάρτης του ΔΣΕ στα βουνά της Ρούμελης, 2009)

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη βοώ

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία