hum
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
hum | hums |
hum (en)
- το βουητό
- ⮡ the hum of distant traffic - το βουητό της κυκλοφορίας μακριά
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | hum |
γ΄ ενικό ενεστώτα | hums |
αόριστος | hummed |
παθητική μετοχή | hummed |
ενεργητική μετοχή | humming |
hum (en)
Εκφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- hum (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- hum (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 169. ISBN 9780194325684., λήμμα: βοή
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπιφώνημα
επεξεργασίαhum (fr)