Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
hum hums

hum (en)

  • το βουητό
    ⮡  the hum of distant traffic - το βουητό της κυκλοφορίας μακριά
ενεστώτας hum
γ΄ ενικό ενεστώτα hums
αόριστος hummed
παθητική μετοχή hummed
ενεργητική μετοχή humming

hum (en)

  1. βουίζω, βομβώ
  2. (αργκό) δυσάρεστη οσμή

Εκφράσεις

επεξεργασία



  Επιφώνημα

επεξεργασία

hum (fr)