βουητό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βουητό | τα | βουητά |
γενική | του | βουητού | των | βουητών |
αιτιατική | το | βουητό | τα | βουητά |
κλητική | βουητό | βουητά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βουητό < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβουητό ουδέτερο
- συνεχής ήχος, ακαθόριστος, συνήθως χαμηλών συχνοτήτων
- ※ Ένα βουητό από τζιτζίκια ξεχυνόταν μέσα στη στοά. (Κοσμάς Πολίτης, Εroïca, 1937 [μυθιστόρημα])