Δείτε επίσης: βοῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βοώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βοῶ, συνηρημένος τύπος του βοάω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /voˈo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βο‐ώ

  Ρήμα επεξεργασία

βοώ, πρτ.: βοούσα, αόρ.: βόησα (χωρίς παθητική φωνή)

Εκφράσεις επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. βοώ βοούσα θα βοώ να βοώ βοώντας
β' ενικ. βοάς βοούσες θα βοάς να βοάς
γ' ενικ. βοά βοούσε θα βοά να βοά
α' πληθ. βοούμε βοούσαμε θα βοούμε να βοούμε
β' πληθ. βοάτε βοούσατε θα βοάτε να βοάτε βοάτε
γ' πληθ. βοούν βοούσαν θα βοούν να βοούν

  Μεταφράσεις επεξεργασία